- πλέκω
- (I)ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ.β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ», ΚΔ)2. μτφ. (κυρίως για ποιητές) συνθέτω με τον λόγο (α. «έπλεξε το εγκώμιό του» — εκθείασε τα προτερήματά του, τόν επαίνεσεβ. «ἀνδράσιν αἰχματαῑσι πλέκων ποικίλον ὕμνον», Πίνδ.)νεοελλ.1. πλάθω με την φαντασία μου («πλέκω σχέδια για το μέλλον»)2. φρ. α) «πλέκω ειδύλλιο»(ενν. με κάποιον) δημιουργώ ερωτική σχέσηβ) «πλέκω τα χέρια» — ενώνω τα χέρια μου τοποθετώντας τα δάχτυλα τού ενός χεριού στα ενδιάμεσα μέρη τών δαχτύλων τού άλλουμσν.-αρχ.μτφ. σχεδιάζω, επινοώ και, κυρίως, μηχανεύομαι, ραδιουργώ («δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι», παροιμ. φρ.)αρχ.1. φιλοτεχνώ2. (σχετικά με τραγωδία) διαμορφώνω την πλοκή3. συνθέτω («πλέκειν ἐκ λευκοῡ καὶ μέλανος», Ανθ. Παλ.)4. (μέσ. και παθ.) πλέκομαια) αποτελούμαι («πέπλεκται [ἡ τῶν συμπάντων τῶν ὄντων νομοθεσία] ἐκ... λόγων τε καὶ αἰτίων», Πλούτ.)β) (για λόγους ή για συλλαβές) συντίθεμαιγ) εναγκαλίζομαι, περιπτύσσομαιδ) περιπίπτω σε δυσάρεστη ή δυσχερή κατάσταση5. φρ. α) «μῡθοι πεπλεγμένοι» — μύθοι με σύνθετη πλοκήβ) «συλλογισμός πεπλεγμένος» — περίπλοκος συλλογισμόςγ) «χρόνον τοῡ ζῆν πλέκω» — διάγω, ζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματ. ενεστ. πλέκω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pleә1 / *pl- «διπλώνω, πτυχή» (πρβλ. πέ-πλ-ος, -πλος, -πλάσιος) με ουρανική παρέκταση -κ- και δεν απαντά με τη μορφή αυτή σε καμία άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Η Λατινική, ωστόσο, πρέπει να διέθετε αμάρτυρο τ. *pleco, που εμφανίζεται στα σύνθ. implico, explico, από όπου το ρ. plico «πλέκω» και με παρέκταση -t- το ρ. plecto «πλέκω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. flehtan, ρωσ. pletu). To θ. πλεκ- τού ρήματος εμφανίζεται και στο αρχ. ινδ. praśna- και επίσης στα λατ. σύνθ. simplex, duplex (βλ. λ. απλός, λατ. duplus). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- τού ρ. ανάγονται οι τ.: πλόκος, πλοκή, πλόκαμος, πλοχμός, και πλόκανον. Το ρ. πλέκω με τεχνική σημ. «συστρέφω, τυλίγω» για κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα, χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για να δηλώσει την γυναικεία κόμμωση (πρβλ. πλόκαμος).ΠΑΡ. πλέγμα, πλεκτός, πλέξη (-ις), πλοκή, πλόκαμοςαρχ.πλέγδην, πλέκος, πλόκος, πλόκανον, πλοχμόςμσν.πλεγμόςμσν.- νεοελλ.πλέκτηςνεοελλ.πλεκτήριο.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποπλέκω, διαπλέκω, εκπλέκω, εμπλέκω, περιπλέκω, συμπλέκωαρχ.αμφιπλέκω, αναπλέκω, αντιπλέκω, επιπλέκω, καταπλέκω, παραπλέκω, προπλέκω, προσπλέκω, υποπλέκωνεοελλ.αποσυμπλέκω, ξαναπλέκω, ξεπλέκω].————————(II)Nβλ. πλέγω (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.